- πρόγονος
- ο / πρόγονος, -ον, ΝΜΑ, μτγν. τ. ουσ. πρόγονος, ὁ, ἡ, Α1. αυτός που προϋπήρξε, αυτός από τον οποίο κατάγεται κάποιος, προπάτωρ («πατρὸς σου πρόγονος πατήρ», Ευρ.)2. συν. στον πληθ. οι πρόγονοιοι προπάτορεςαρχ.1. ως επίθ. α) αυτός που γεννήθηκε πρώιμαβ) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, πρωτότοκοςγ) ο πολύ παλαιός, αρχαιότατοςδ) ο προγονικός («ἰὼ πόνοι προγόνων πόνων», Σοφ.)2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ πρόγονοςο προγονός3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) μτφ. α) οι ιδρυτές, οι θεμελιωτές μιας σχολήςβ) θεοί ή ήρωες αρχηγέτες μιας γενεάς4. φρ. «τὸν πρόγονον τῆς ἐμαυτοῡ σοφίας» — η προγονική σοφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. από-γονος].
Dictionary of Greek. 2013.